- εὔνομα
- εὔνομοςunder good lawsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благонравьнъ — (4*) пр. Добродетельный: агньци кротци суть. безлобни и кротка лица имуще. бл҃гонравьни (εὔνομα) ФСт XIV, 120а; [князь] бѩше же кротокъ. бл҃гонравенъ. манастырѣ любѩ. ЛИ ок. 1425, 200 об. (1175); кн҃зь Мьстиславъ... въз(д)растомъ. середнии бѣ. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… … Dictionary of Greek